2.2.24

επιστολή


 (Θραύσματα ενός ποιήματος που δεν έχει ακόμα γραφτεί) 


IV

Επιστολή  της  Ιεραργώς στην αδερφή της


Όταν εσύ πονάς το σώμα μου το νιώθει κι αρπάζει φωτιά.  Οι δικοί σου πόνοι είναι και  δικοί μοι γιατί εγώ πόνους δεν γεννάω δικούς μου πια. Όμως έχω τόσους αντίλαλους οδύνης  στο μεδούλι της μνήμης  μου κι αυτοί μου υφαρπάζουν καθε χαρά όταν ξεσπάνε αναίτια και απροειδοποίητα χωρίς καμία αφορμή.

Νομίζω πως αν πατήσω γερά στα χνάρια που άφησες  πίσω μου -ή  μπρος  μου;-  θα καταφέρω να σε νιώσω, να σε συντροφέψω στη βαριά σου θλίψη, ίσως κιόλας να τη γιατρέψω.  Εμείς αυτή την ίαση σπουδάζουμε, γιατί το παρελθόν μας διώκει και διαρκώς το επουλώνουμε. 

Θέλω να σε μάθω κι εσένα,  μέσα στην αναχρονία μας, να επουλώνεις το παρελθόν, γιατί αυτό  είναι το φάρμακο όλων των πόνων, αδερφή μου.  

Ο κόσμος σου πεθαίνει.   

Αποφορά  τριγύρω, τίποτα αλλο.

Έλα στον κάμπο του Δαμαρανδί, να δεις το κυανό αγκαλιά με το  κύμινο, πώς ελευθερώνουν   ομολογίες  ψιθυριστές  της παλαιός   ξαστοχιάς, πώς ψηλώνουν οι παπαρούνες εν μιά νυκτί καλύπτοντας με αγιασμένο αίμα όλα τα λάθη, όλα τα πάθη.

Έλα στο Βιλεάν το όρος το βράδυ,  να ακούσεις  τις πευκοβελόνες  να τραγουδούν, να εξαπολύουν φυγή πράσινη στο στερέωμα και όλα  τα φίδια του βουνού να σηκώνονται όρθια  και να χορεύουν τα αρχαία   μονοπάτια.  

Άντεξε να παραστείς στον  κόσμο που ζει ταυτοχρονα με  την ανυπόστατη  κοινή μας  μοίρα. Να κλάψεις από χαρά που υπάρχει. Όχι με ελπίδα . Σε κανένα μέλλον, να ξέρεις, δεν θα βρεις παρηγοριά.  Καμίας καταστροφής λύτρωση δεν είναι ο θάνατος.   Αλλά συναινεί η ζωή  στο απειροελάχιστο. Στη μια στιγμή.  Τσάκωσέ την με το νύχι σου το κοφτερό  της γάτας, πουλάκι που δεν πρόφτασε  έρωτας που δεν αλήτεψε,  πιάσε τη. Χώρεσε τη σε ένα τρίμμα, σε ένα κρατήρα πιώμα, σε Άγια  Μετάληψη.   Κι εγώ εδώ μαζί σου.   

Χορδές  παλλόμενες,   φίδια του  Βιλεάν, ακέραια σώματα, να λικνίζουμε  απόψε το  ανεπαίσθητο κροτάλισμα των πεύκων. 

Ένα κορμί.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...