15.3.22

Γεωργία Δεληγιαννοπούλου, ΥΓΙΗΣ ΓΙΑ ΘΑΝΑΤΟ

 



ΥΓΙΗΣ ΓΙΑ ΘΑΝΑΤΟ

 

Ο οδηγός του ασθενοφόρου ετοιμάζεται να στρίψει αριστερά στη λεωφόρο. Ώρα αιχμής, Δευτέρα μεσημέρι.

«Βάλε σειρήνα, ρε Γιώργη!», μουρμουράει ο διπλανός στον οδηγό. «Θα αργήσουμε, γίνεται της πουτάνας!».

Καλοκαίρι Ιουλίου. Κίνηση.  Όπως πάντα.  Σε λίγο θα έρθει  ο Αύγουστος κι η κίνηση στους δρόμους θα αραιώσει με τις πρώτες άδειες και το Δεκαπενταύγουστο θα ερημώσει την πόλη, θα την αδειάσει από κάθε περιττό βάρος.

Εκείνη όμως πίσω στο φορείο δεν θα περιμένει τον Αύγουστο. Κι ας είναι ο μήνας της ο καλός. Δεν θα προλάβει να τον δει τον ήλιο τον γεννήτορα. Θα αδειάσει από ζωή σε τρεις μέρες από τούτο το μεσημέρι Δευτέρας, μηνός Ιουλίου. 

 

Το ασθενοφόρο τραμπαλίζεται  για μια στιγμή.  Ο Γιώργης καβάλησε ένα σπασμένο πεζοδρόμιο, για να προσπεράσει ένα ταξί που σταμάτησε ξαφνικά και ξεφορτώνει, χωρίς αλάρμ, χωρίς τίποτα, καταμεσής του δρόμου.  Ο Γιώργης διαολοστέλνει τον ταξιτζή, μαρσάρει κι ανοίγει τη σειρήνα.

Κι άλλο τραμπάλισμα. Ορός και αντιβιώσεις  πηγαίνουν  πέρα-δώθε.  Το κορμί της κι αυτό τραντάζεται, σχεδόν γλιστράει να πέσει. Ο διπλανός του Γιώργη την ισιώνει πάνω στο φορείο. Εκείνη σα να βόγκηξε λίγο με απορία. Ξέρει και δεν ξέρει πού πονάει, τι φοράει, ποιος είναι δίπλα. Το μόνο σίγουρο ξέρει πού πάει. Το απαίτησε η ίδια χτες στο κρεβάτι του νοσοκομείου. Κάτι ακατάληπτο ψιθύρισε κι ένευσε στο γιο της να πλησιάσει. Εκείνος κόλλησε το αυτί στο ξεραμένο της στόμα προσπαθώντας να καταλάβει. «Σπίτι μου», μοιάζει να είπε. Το ξανάπε δεύτερη φορά, πιο δυνατά και πιο μπερδεμένα. «Σπτττμου». Το είπε και τρίτη φορά αλλά ήταν πια γρύλισμα πληγωμένου ζώου: «Σπ-τι-ουου!!!». 

Οι διαδικασίες του εξιτηρίου ιλαρές μέσα στο άχθος τους. Πρέπει ο συνοδός να αναλάβει την ευθύνη ότι ο εξερχόμενος (η ετοιμοθάνατη μητέρα, εν προκειμένω) θα καταλήξει υγιής για θάνατο στην οικία του! Τον στραβοκοίταζαν οι υπάλληλοι της γραμματείας το γιο, πήγαν να φέρουν αντίρρηση κάποιοι γιατροί, δεν συνηθίζεται ένα τέτοιο αίτημα, του είπαν, αλλά εντέλει υπερίσχυσε η λογική να έχει κανείς  δικαίωμα επιλογής στον τόπο του θανάτου του, ακόμα κι αν η ικανότητα της κρίσης του μπορεί να αμφισβητηθεί. 

Η σειρήνα σκίζει τη λεωφόρο. Τα αυτοκίνητα παραμερίζουν τρομαγμένα,  ο  Γιώργης κάνει σλάλομ, βρίζοντας τώρα το νοσοκομείο που τους κρατάει ύπουλα και μετά το τέλος της βάρδιας. Τρέχει τώρα να προλάβει το χρόνο της σχόλης του, να ξεφορτωθεί όλα τα σακιά των κορμιών, που κουβαλάει και ξεκουβαλάει από το πρωί, και τα βογκητά τους και τους πόνους και το αίμα. 

Το τελευταίο σημερινό σακί είναι ήσυχο. Η κάποτε διαπεραστική ματιά του τώρα είναι δύο μάτια ορθάνοιχτα ακινητοποιημένα σαν από μια αναπάντεχη είδηση. Κοιτάνε τον ουρανό του ασθενοφόρου χωρίς την υγρασία του φόβου και χωρίς πόνο. Από σήμερα το πρωί το σακί δεν πονάει. Η κοιλιά του μια πληγή. Μέχρι χτες την λέγαν «Έρπης ζωστήρ». Τώρα απλώς σήψη. Αλλά δεν πονάει.

Ο συνοδηγός ρωτάει: «Η κόρη μου μεθαύριο έχει γενέθλια. Τι να της πάρω;». «Εμείς τα πάμε στον παιδότοπο», λέει ο Γιώργης και στρίβει απότομα αριστερά γιατί φτάνουνε επιτέλους στο σημείο  παράδοσης. 

Φρένο, χειρόφρενο, πόρτες, βηματισμός.

Οι τραυματιοφορείς θα κουβαλήσουν το φορτίο στα χέρια πέντε ορόφους, σχεδόν τρέχοντας. Ο γιος από πίσω κρατάει τα διαλυμένα σωληνάκια και τους ορούς κι από τα σπασμένα αγγεία στάζει αίμα στο μάρμαρο της σκάλας, σα φιδάκι. Ανεβαίνει κι αυτό τα σκαλοπάτια μαζί με όλα τα άλλα αγριεμένα βήματα· το αίμα το άδειο πια, το νερωμένο.

Εξώπορτα, διάδρομος, κρεβατοκάμαρα. Οι τραυματιοφορείς ρίχνουν το σώμα στο κρεβάτι, στήνουν τους ορούς -τα σωληνάκια χάσκουν στο κενό- σκουπίζουν λίγο τα αίματα απ’ τα χέρια τους και αναχωρούν με συνοπτικό χαιρετισμό. 

 

Και ξαφνικά σιωπή.

Μένει δίπλα στη μάνα ο γιος, νεαρό παιδί, άμαθο στο θάνατο. 

Τι να της πει; Ποια κοινοτοπία είναι η πιο κατάλληλη, η πιο ρηχή, να μιληθεί τις ώρες που κάποιος ορμάει να ξεψυχήσει;

«Μανούλα, τα φέρανε τα τραύματα», σκέφτεται ασυναίσθητα.

Μα λέει: «Μαμά, είσαι σπίτι…».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...