Από όλα τα παράδοξα της ζωής μου
Ετούτο είναι το πιο αξιομνημόνευτο
Ήμουν παιδί πριν το σχολειό
Με τη μητέρα μου εκδρομή στα συδεντρα κοντά μιας φημισμένης λίμνης
Κι εκει που περπατούσαμε κι αγνάντευε εκείνη τις λεύκες ευθυτενεις
Να θροιζουν πάνω απ’ το κεφάλι στη γλώσσα τους με κεντημένα ερωτόλογα
(Που φαίνεται οτι τα νιώθαμε κι εμειις γιατί σχεδόν ψιθύριζαμε αναμεταξύ μας θαυμαστικες φωνούλες
- η μητέρα φορούσε την κοντή κόκκινη ζακέτα και μια φούστα κλος που ριγουσε με το παραμικρό φύσημα
Κι ήταν αφύσικα ευδιαθετη και μου κρατούσε το χέρι μαλακα χωρις βία όλως περιέργως
Γιατί συνηθως είχε φόβο
Ότι θα με τραβήξει απότομα κάποιος κρυφός βοριάς ας πούμε ή θα με συρουν ξωτικά για πάντα στις φωλιες τους και θα με κάνουν τρελή )
Εκεί που περπατούσαμε λοιπόν
τράβηξα απότομα τα δαχτυλάκια μου απ’ το χέρι της
Τόσο γρήγορα όσο περνάει απ’ τη ματιά μια γερακίνα
Κι έφυγα τρέχοντας χρεμετιζοντας σαν άλογο
Καταπάνω στο μικρό μονοπάτι πιλαλώντας
Δοσμένα αδιαπραγμάτευτα
Όπως στον οργασμο
όταν κοιτάς στα ματια το αγαπημένο πρόσωπο
Κι οι θερμές ανάβρες της ζωής αντιδοτούν τον θάνατο
Χορεύοντας στο αχάτι του υαλώδους
Η μανούλα μου έβγαλε μια κραυγή τρόμου
Κι έτρεξε στο κατόπι μου
Αλλα ήταν το μονοπάτι δαιδαλώδες
Και μ’ έχασε αμέσως
Άκουγα ανάμεσα στα φυλλώματα τη φωνή της
Μα έπαιζα πια κυνηγητό κι ηταν ωραία
κυλάει αυλάκια ο ιδρώτας κι η αναπνοή βαραίνει
πέφτουν πάνω μου βρύα λυγαριές δεντρόπουλα
ξεφεύγω στριβω κι η φωνή της μάνας αργοπορεί
Ώσπου τα βήματα μου σταμάτησαν σ’ ένα ξέφωτο
Λίμνη κρυσταλωτή και πάνω της πλατάνια
Κι η αντανάκλαση χωρίς ρυτίδα ανέπαφη από πλάνες
Το πάνω το κάτω ένα και το αυτό
Και μόνο δυο ελάφια που επιναν νερό
Τσαλάκωναν με τις γλώσσες τους το αχόρταγο Ένα
Σήκωσαν το λαιμό με μια ρυπή με είδαν και χαθήκαν
Η σιωπή έγινε άρωμα ιάμβου
Και τότε ανάμεσα στο πράσινο και το ουρανί
Ένας σπασμός ράγισε το νερό
Και αναπήδησε ένα ψάρι
Δεν μ’ είχε δει ή με ανέχτηκε · ποιος ξέρει ·
Κι άρχισε να χορεύει και να τραγουδά
Στον πρώτο ρυθμό που άκουσε ποτε η καρδιά μου
Η ουρά του κρουστή
Το στόμα του λάλο
Και το κορμί του παρθένος χρυσός
Με γραμμώσεις κόκκινες
Έλεγε ένα τραγούδι που δεν θυμάμαι πια
Κι αδυνατώ να το περιγράψω ασφαλώς
Αλλά τ’ αυτιά μου γιναν του ελαφιού
Η όσφρησή μου αλόγου
Τα μάτια της μου έδωσε η γερακίνα που κοιτούσε από ψηλά
Κι όλα τα ρω του κόσμου ήρθαν και γλυστρησαν από τους υδρατμούς μέσα στον ουρανίσκο μου
Κι έγιναν σάλιο μου έκτοτε
Το ψάρι τραγουδούσε ώρα
Κι αναπηδούσε στον αέρα
Μεχρι που κουράστηκε και μ’ ένα λυγμό βύθισε το κορμί του στο νερό
Κι ύστερα πάλι γυαλί ο κόσμος αχάραγο
Κι από μακριά ξεπρόβαλε η φωνή της μητέρας
Έτσι έγινε λοιπόν
Λίγο πριν πέσω στον κόσμο
Το ψάρι που τραγουδάει
Έτυχε να συναντήσω μια μέρα εκθαμβωτική
Και πρώτη φορά το λέω και το ομολογώ....
Γεωργία Δεληγιαννοπουλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου