1 Στις όχθες του ποταμιού που εφύσαγε κι οι πέτρες ήτανε δίχως χαρά, μ' ένα κρύο, αδέκαστο φως.
6 Μα τι θα πει κεκυρωμένος;
2 Κυρίες φιλοθεάμονες τον τριγύριζαν, στρόγγυλες, αβυσσόκολπες, με μυζητήρες και άλλα σύνεργα, προσφέροντάς του υγρασίες, δήθεν μυστήρια, άλλες ερημώσεις, εξαιτίας το καλοφτιαγμένο κορμί, το απερίγραπτο πρόσωπο και τα πολλά καρφιά.
3 Στο βάθος στα μάτια του είχε ακόμα ένα μάτι, που κοίταγε προς τα μέσα, εκεί καρφωμένο, ποτέ νυσταγμένο.
4 Ακούγοντας ένα απομεσήμερο κάτι φωνές απόξω, του ήρθανε μια σειρά φρικιαστικές αναμνήσεις, περίπατοι από τα παγερά παιδικά του χρόνια, θερισμένα, φαρμάκι όπως ήταν.
5 Μια μέρα είδε το μούτρο του εντοιχισμένο ανάμεσα στις πέτρες του σπιτιού. Έχω πεθάνει, θα πεθάνω, συλλογίστηκε.
6 Μα τι θα πει κεκυρωμένος;
Νεκρόδειπνος 1972
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου