Η ΜΑΓΕΙΑ
Εκείνο που λυπόμουν περισσότερο ήταν οι ανεμοδείχτες, στεκόμουν, λοιπόν, στην είσοδο των μαγαζιών περιμένοντας να με ρωτήσουν, ώσπου βράδιαζε, έβγαζα τότε τα παπούτσια μου κι ακολουθούσα από μακριά το λεωφορείο - κι όχι δεν παραλογίζομαι, φίλοι μου, αλλά είναι η μαγεία που έχουν οι λέξεις όταν δε θέλουν να πουν τίποτα, όπως και το παράδοξο αυτό ταξίδι μέσα μας στον κόσμο, δε θα 'χε καμιά σημασία
Εκείνο που λυπόμουν περισσότερο ήταν οι ανεμοδείχτες, στεκόμουν, λοιπόν, στην είσοδο των μαγαζιών περιμένοντας να με ρωτήσουν, ώσπου βράδιαζε, έβγαζα τότε τα παπούτσια μου κι ακολουθούσα από μακριά το λεωφορείο - κι όχι δεν παραλογίζομαι, φίλοι μου, αλλά είναι η μαγεία που έχουν οι λέξεις όταν δε θέλουν να πουν τίποτα, όπως και το παράδοξο αυτό ταξίδι μέσα μας στον κόσμο, δε θα 'χε καμιά σημασία
αν ήταν αληθινό.
Εγχειρίδιο ευθανασίας, 1979
ΑΙΩΝΑΣ ΕΜΠΟΡΙΟΥ H προσφορά κι η ζήτηση ρυθμίζουνε την κοινωνία έλεγε ο μεγάλος αδερφός μου Mαρξ. Ένα μικρό, ανήθικο εμπόριο κάθε χειρονομία, κάθε λέξη, κι η πιο κρυφή σου σκέψη ακόμα, μεγάλα λόγια στις γωνιές των δρόμων, οι ρήτορες σαν τους λαχειοπώλες διαφημίζοντας όνειρα για μελλοντικές κληρώσεις τα αισθήματα στο Xρηματιστήριο, στα λογιστικά βιβλία δούναι και λαβείν, πίστωση, χρέωση, ισολογισμοί, εκπρόθεσμες συναλλαγματικές, μετοχές, χρεώγραφα κι ας κλαίει αυτή η γυναίκα στο δρόμο, τί σημασία έχει; «ζούμε σε μια μεγάλη εποχή», οι παπαγάλοι δεν κάνουν ποτέ απεργία μικροί, ανάπηροι μισθοί αγορασμένοι με νεκρές περηφάνειες γνώση αβέβαιη, πληρωμένη μ' όλη τη βέβαιη νειότη σου, βρέχει νομίσματα, οι άνθρωποι τρέχουν σαν τρελλοί να τα μαζέψουν νομίσματα όλων των εποχών, ελληνικά, ρωμαϊκά, της Bαβυλώνας, δολλάρια ασημένια η βροχή είναι πυκνή, ανελέητη, πολλοί σκοτώνονται πλανόδιοι έμποροι αγοράζουνε τα πτώματα ― θα χρειαστούν μεθαύριο σαν ανεξόφλητες αποδείξεις της «μεγάλης μας εποχής», κι αυτούς τους λίγους στίχους χρειάστηκε ένα ολόκληρο θησαυροφυλάκιο πόνου, για να τους αποσπάσω απ' τη φιλάργυρη αιωνιότητα, σαν τοκογλύφοι οι μέρες μας μάς κλέβουν τη ζωή, τί ζέστη, θε μου, κι όμως βρέχει, τί καιρός, μα δε θα μου τη σκάσετε εμένα, κύριοι, είμαι ιδιοφυία στο είδος σας, πίστωση, χρέωση, ο Pοκφέλλερ άρχισε πουλώντας καρφίτσες. Θα χτίσω, λοιπόν, κι εγώ ένα μεγάλο προστατευτικό σπίτι με τις πέτρες που μου ρίξατε σ' όλη τη ζωή μου. |
(από την Ποίηση. Tόμος Πρώτος 1950-1966, Kέδρος 1985) |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου