Έγκον Σίλε, Αγκαλιά, 1917 |
Στέκεις γυμνός. Καντήλι στο μισόφωτο.
Σε ενέπλεξα με βελουδένια χάδια κι ανάσα ταξιδιωτική.
Φύσηξε ο πρώτος άνεμος. Βαθύχρωμα τα φιλιά.
Η νύχτα αρχίζει.
Τριγυρνώντας στις γραμμές του στέρνου σου
λεπτό φίλντισι σώμα
ω ριζόχαρτο σώμα
σκίζομαι στις ανατριχίλες.
Όραμα σώμα
μη με σφίγγεις έτσι. Τα χέρια σου
είναι γεμάτα αγκάθια με πονάν.
Μίλα μου για μέλι.
Βύθισέ με στην ιλλυρική σου προσωδία
εξιστόρησέ μου τα βουνά.
Τι μου λες.
Τι σκούρα σύμφωνα ρίχνεις στο κορμί μου
τι υγρά φωνήεντα στ’ αυτί.
Κεντάνε με ψιθύρους το σκοτάδι
βαραίνουνε τα βλέφαρα
Τι ναι αυτά που μου λες.
Φίλα με πια.
Να μάθω τα χείλια σου.
Δεν ξέρω τις γωνιές τους τις κρυφές κόχες.
Να μάθω τες.
Μια νύχτα αρκεί.
Δος μου να πιώ και να μεθώ.
Μαυροδάφνη εσύ πού μ’ έφτασες.
Ποιανού τα μπράτσα κρουνοί στο ποτάμι γίναν ερέτες
ποιανού πορθμός στενάζει την κληματαριά
σε ποια πηγή τ’ άσπρο μου άλογο έσκυψε να πιεί.
Μ’ αρέσεις το λέω και τ’ ομολογώ
και θα στο πω ξανά και πάλι δεν
σκιάζομαι άσε με
να τρέμω να χαρείς
να ελέγχεις τα υγρά μου χείλη.
Μ’ αθώα τα χέρια αθώο το σπέρμα
να σου προσπέσω στ’ άδυτο.
Οικείο το αλλότριο εχθρικό το οικείο.
Με λες του Κάτω Κόσμου.
Μομφή είν’ αυτή ή δέος;
Ανταύγεια κάποιου εγγύς θανάτου;
Πονάν οι θηλές μου μη άλλο.
Μπερδεμένο κλαράκι εσύ χωμένο στα μαλλιά μου
παίξε κρυφτό με της Περσεφόνης τα τρυγόνια
μέσα στα στήθη μου χώσου
στις παπαρούνες της αβύσσου
εκεί που σπέρνει ο θιος το θάμα.
Κι όλο θες κι άλλο θες
Θάλασσες ζέφυρους άλας
ζυγούς βοδιών την τσάπα των γεωργών
δεσμό ζεύγμα με νύμφες κλοπιμαία νεραϊδομάντηλα
την μυστική μου παρθενία.
Αχ
μη με βιγλίζεις άλλο τον Έρωτα
δεν τον ορίζω ο Έρωτας
μ’ ορίζει πάρε με
στο φως που εκμηδενίζει
Ίσως ουρλιάξω όπως λες
Εντός μου σαν θα μπεις να σφαδάξεις να πέσεις
με τον άκοσμο θρουν οξιάς που τον βοριά δεν άντεξε
γκρεμίζοντας εντός μου τον Πάνα αφιονισμένο
λαθροθήρα τροπαιούχο πότη.
Ευοί.
Τελεί
κράση του πόθου με το σκότος
της μοναξιάς ο ιερεύς.
Οξιά μου άκου
θροΐζεις μοναξιά.
Οξιά
γαλέρα του Έρωτα
σ’ αγκάλιασα και σ’ άκουσα
μετρώντας έναν-έναν τους αρμούς σου
ιερουργώντας σώμα.
Πάρε με δες με τι άλλο
να κατακτήσεις θέλεις αφού
διά παντός εδώ σου δίνομαι δε βλέπεις.
Πρόσφορο από δασόμελο κι ένα φιλί
πάρε. Σε θέλω. Ρόδινα
άνθη. Μιας
αφοσίωσης χαράδρα. Εν οργή. Αγράμπελη
λειτουργούσα φλόγα. Σε θέλω.
Με άνθη τα σαρκικά. Για μια στιγμή.
Προσεύχομαι.
Στη γλώσσα των σαλών.
Στη γύρη.
Στη γαία.
Σε θάλπω με τη γλώσσα μου. Πάρε
ό,τι έχω. Για μια στιγμή. Τώρα μονάχα.
Σε θέλω. Στο πάντα Εκεί. Που με αγκάλιασε ο Κύκνος πλήρη.
Που με διέσωσαν τα μάτια σου από το έρεβος.
Εκεί. Στο Άλφα του Κενταύρου.
Για μια στιγμή.
-.-.-.-.-
.-.-.-.
-.-
Αγριοτριαντάφυλλό μου αγκάθι μου ξημέρωσε.
Φέγγος το πρόσωπό σου. Η αγρύπνια
σ’ έλαμψε σε λείανε.
Πού ΄ναι τα ρούχα. Άσε με θα φύγω τώρα.
Τη γλύκα του κορμιού σου να χαρώ αποτάσσοντας τον θάνατο.
Να την κρατήσω ιδανική τη γλύκα του κορμιού
κάτω απ’ τη γλώσσα μου
να γεύομαι αδιάφθορα τον μανικό καρπό.
Με τόσα μαλάματα. Με τόσες άχνες.
Αγριοτριαντάφυλλό μου αγκάθι μου ξημέρωσε.
Ώρα να φύγω.
Γεωργία Δεληγιαννοπούλου
πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Περί Ου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου