Άγουρο ξύπνημα με τη γεύση ενός ονείρου που έμελλε να συνεχιστεί. Δεν ήθελα να πιω φασκόμηλο. Η γιαγιά δεν γκρίνιαξε. Να ντυθώ μόνο καλά, γιατί το πρωινό αγιάζι περονιάζει. Ξεκινήσαμε, και με γρήγορο βηματισμό διασχίσαμε το χωριό και βρεθήκαμε στο θαμνοσκεπές τοπίο, ελαιώνες και αμπέλια που βλάσταιναν δειλά. Η πάχνη πάνω στα φυτά, στις πέτρες και στο χώμα μούσκευε τα παπούτσια μας. Να μην πατάς στα νερά. Τα νερά που ανάβλυζαν μέσα απ’ το χώμα και τις βραγιές, που σχημάτιζαν ποταμούς, παραπόταμους, ακρωτήρια, χερσονήσους, νερόλακκους. Που κάλυπταν τις πέτρες και τη χλόη, υποχωρούσαν, έστριβαν, περνούσαν σύρριζα από το πρώτο ανθισμένο, άλλου πεντακάθαρα κι αλλού θολά από τις πατημασιές των ζώων που είχαν περάσει. Που παρέσερναν ζουζούνια, μέλισσες και ξύλα, και καθρέφτιζαν την ευφροσύνη του τοπίου.
Τώρα ο ήλιος ψηλώνει. Άφηνε ωστόσο να φαίνεται ένα μικρό φεγγαράκι, χνούδι στην άκρη του ουρανού. Τα δυο γεφυράκια που περάσαμε έμοιαζαν ιπτάμενα στο πράσινο. Να μην πάμε από τη γέφυρα του ποταμού. Πέφτει μακριά, καλύτερα από το κάτω πέρασμα. Θα πατάμε στις πέτρες. Οι πέτρες λάμπανε μέσα στο νερό. Έξω, θαμπές απ’ το αγιάζι. Και περάσαμε με τον ρυθμό που μας υπαγόρευαν οι ποταμίδες και τα αηδόνια. Και προχώρησα τρέχοντας. Κι όλο κοίταζα πίσω και σταματούσα για να με προφτάσει.
Ο φράχτης χωρίς ηλικία και κλειδί. Εκείνη έλυσε το σκοινάκι να πόρτας και μπήκαμε στο περιβόλι. Μην κυλιστείς αμέσως στο χορτάρι. Περίμενε να στεγνώσει. Οι βιόλες ανθούσανε, γιαγιά, και οι αγριοτριανταφυλλιές. Γιατί αργούν τα εκατοντάφυλλα; Έτσι πρέπει. Για να έχουμε για πολύ καιρό ρόδα. Ένα μέρος του περιβολιού βαθύ καφέ, παραφωνία στο πράσινο. Ο πατέρας το προόριζε για τα καλοκαιρινά λαχανικά. Το όργωσε, το έσκαψε, ξανά και ξανά. Πάνω του περίεργα σημάδια, ιερογλυφικά, που άφησαν μικρά άγρια ζώα από τα νυχτερινά παιχνίδια τους.
Θα σκαλίσω τος πρασιές και θα βγάλω τα αγριόχορτα από τις φακές και το λινάρι. Τη βάραινε μια θλίψη που δεν έλεγε να πάρει όνομα. Την είχα συνέχεια από κοντά. Κάθε τόσο απομακρυνόμουν να κόψω τσάγαλα, να μετρήσω τος χελώνες που έβγαιναν στον ήλιο κάτω στο ποτάμι. Ξαναγύριζα κοντά της. Πότε θα ανάψουμε τα καντίλια, γιαγιά; Ξανάφευγα. Ακολουθώντας τις στρατιές των μυρμηγκιών έφτασα στο σύνορο του διπλανού περιβολιού, όπου έκαιγαν κλαδιά ελιάς και ποκροδαφνης. Ήταν πνιγμένο στον καπνό, που τον διαπερνούσε ο ήλιος και ευώδιαζε το καμένο. Ένα πουλαρι δρασκέλισε το σύνορο. Ήρθε κοντά μου. Κρεμάστηκα στον λαιμό του. Έγειρα και έπεσα στα χαμομήλια. Έσκυψε και μου έγλειψε τα μάγουλα, τα χέρια καθ τα πόδια. Ίδρωσα κι έτρεξα να ξαπλώσω κατω απ’ τη χαρουπιά, με τον ελαφρό της ίσκιο. Τα κλαδιά της έγερναν στον γκρεμνό προς το ποτάμι, από όπου έφταναν φωνές που δεν τις ειχα ξανακούσει. Την είδα να κάνει τον σταυρό της, αγγίζοντας τις άκρες των δαχτύλων της στο χώμα, να ξορκίζει το πένθος μέσα σε μια αχλυ μετάνοιας. Το γήρας που χώνευε μέσα στο ανθισμένο. Μια μέλισσα είχε καθίσει στο μαύρο μαντίλι της. Εκείνη δεν την έβλεπε. Εγω για πρώτη φορά έβλεπα κόσμημα πάνω της. Δεν μιλούσε πολύ.
Ξεμάκρυνα πίσω από το χέρσο, στο σκοτεινό χαντάκι με το στεκόμενο νερό. Σαν κάτι να με τραβούσε, κι έσκυβα διαρκώς στη μοναξιά του υδρόβιου λειμώνα. Με σήκωσε η φωνή της. Έδενε σφιχτά το μαντίλι, μάλλον τέλειωσε. Πότε χέρι χέρι, πότε λίγα βήματα μπροστά, πότε πετώντας το σοκάκι στον αέρα, φτάσαμε στο ξωκλήσι κάτω απ’ το λόφο. Μισάνοιχτη πόρτα. Τη σπρώχνω και τρίζει. Υγρασία από τις πλάκες ως την οροφή. Το βορινό παραθυράκι στη δυσμένεια των ανέμων. Με σηκώνει να προσκυνήσω. Σταυροκοπιέται ετοιμάζοντας τα καντήλια. Τα σπίρτα μουλιασμένα, δεν ανάβουν. Τα καταφέρνει. Το φως των καντηλιών και το θυμίαμα θαμπώνουν τις μορφές των εικόνων. Γονατίζει. Μου δίνει ένα μάτσο μυρτιές να σκουπίσω το Ιερό Βήμα. Εκεί δεν μπαίνουν γυναίκες. Από κει την έβλεπα σε μια γωνία, ακουμπισμένο στον τοίχο. Έμοιαζε να έχει δραπετεύσει από το τέμπλο. Βγήκαμε. Καθίσαμε στο πεζούλι, δίπλα σ’ ένα ιωνικό κυονόκρανο, ασβεστωμένο. Πνιγμένοι στις μυρτιές, στα κυπαρίσσια, στις δάφνες, στις λυγαριές, στη ρίγανη και το θυμάρι, κοιταζόμαστε. Έβγαλε το μαντίλι της και σιγοψυθίρισε:
Χαρά στη μοίρα σας, βουνά,
που Χάρο δε φοβάστε,
μόν’ περιμένετε άνοιξη
να πρασινολογάτε.
Ο σκαμμένος χείμαρρος στο πρόσωπό της γέμισε θολά νερά. Έπεσα στην αγκαλιά της. Δεν ξέρω τι μοσχοβολούσε περισσότερο.
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΔΡΟΜΟΣ, αφηγήματα
εκδόσεις Γαβριηλιδης (2017)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου