από τη συλλογή "Παραλογή"
εκδόσεις Καστανιώτη
Έρχονται μέρες που ξεχνάω πώς με λένε.Έρχονται νύχτες βροχερές βαμβακερές ομίχλες
τ' αλεύρι γίνεται σπυρί ύστερα στάχυ
θροΐζει με πολλά δρεπάνια
αψύς Ιούλιος στη μέση του χειμώνα.
Βλέπω το υφαντό του κόσμου να ξηλώνεται
αόρατο το χέρι που ξηλώνει
και τρέμω μην κοπεί το νήμα.
Νήμα νερού στημόνι χωρίς μνήμη
σταγόνα διάφανη σε βρύα και λειχήνες
νιφάδα-χνούδι των βουνών
χαλάζι-φυλλοβόλο
κι άξαφνα σκάφανδρο ζεστό
στην κιβωτό της μήτρας.
Αρχαίο σκοτάδι τήκεται και τρίζει
αχειροποίητη φλογίτσα που το γλείφει.
Συναγωγές υδάτων υετοί πρόγονοι παγετώνες
στην πάχνη ακόμη της ανωνυμίας.
........................
Κοιτάζω ένα πηγάδι. με κοιτάζει.
Κοιταζόμαστε ώρα πολλή
σαν μαλωμένα αδέρφια.
Μονόφθαλμο σκοτάδι με τραβάει
και κατεβαίνω πέτρα πέτρα
απόκρημνη ζωγραφική.
Σωτήρη. Με τα δικά σου δάχτυλα κρατιέμαι
με το δικό μου σώμα κινδυνεύω
γλιστρώ και με φωνάζεις Κωνσταντίνο.
Μου πέφτουν τα σγουρά μαλλιά και το ξανθό μουστάκι
σαν άρρωστο παιδάκι ψιθυρίζω
τη βραδινή μου προσευχή
....................
Μια μάνα γύρευα να βρω
μ' εννιά μαχαίρια στο πλευρό
και με τη μια της κόρη.
Τη βρίσκω στα βασιλικά
σε πέντε όνειρα κακά
και μες στα καρυοφύλλια.
Να 'πιανε μια νεροποντή
να ξύπναγε τον Κωσταντή
να πάει βρεγμένος σπίτι.
Να του φορέσει τα στεγνά
να τον μαλώσει σιγανά....
.......................
Μάνα - δεν είναι τα βουνά.
Είναι ο ίσκιος που με πατάει.
Ούτε τα κυπαρίσσια.
Είναι το ερπετό χορτάρι. Με πλακώνει.
Είναι μια μέλισσα ξανθή απ' τον απάνω κόσμο.
Με βρίσκει στα λουλούδια
και μ' αποδίδει στο κερί - όχι στο μέλι.
Φαρμάκι να της γίνω.
Σ' ένα ξωκλήσι θα καώ
λιώνοντας λιγοστό σκοτάδι
προτού με σβήσουνε
τα λαδωμένα δάχτυλα του νεωκόρου.
Έτσι την πνίγουνε τη φλόγα μάνα
όχι φυσώντας
μην πάρουν οι ψυχές φωτιά και λαμπαδιάσει ο κόσμος.
Όρθρος βαθύς.
Σκύβει να πιει νερό και ξαναμπαίνει
στο μνήμα από το κυπαρίσσι.
Μελίσσι γύρω τα πουλιά.
...........................
-Εσύ δεν θα πεθάνεις.
-Μάζεψε τη φωτιά.
-Πεθαίνουν οι μανάδες; Δεν πεθαίνουν.
-Όχι. Κοίταξε μην καείς.
-Κι η μάνα του Νικόλα γιατί πέθανε;
-Ήταν άρρωστη πόναγε η καημένη.
-Κι εσένα που σε πόναγε το δόντι;
-Άλλο το δόντι. Δεν πέθανε κανένας από δόντι.
Σύρε να παίξεις.
-Δε θέλω. Θέλω να μην πεθάνεις.
-Μπα σε καλό σου. Φέρε μου το σινί.
-Η γιαγιά όμως θα πεθάνει.
-Θα 'σαι μεγάλος τότε μη φοβάσαι.
-Πόσο μεγάλος θα 'μαι;
-Άντρας. Θα 'χεις γυναίκα και παιδιά.
Μπορεί κι αγγόνια.
-Κι εσύ πώς θα 'σαι τότε;
-Σαν τη γιαγιά. Γριούλα.
-Σαν τη γιαγιά; Φαφούτα μ' ένα μάτι...
Εσύ δε θα 'σαι έτσι. Και ούτε θα πεθάνεις.
Θα πεθάνεις;
-Όχι δε θα πεθάνω. Φέρε μου τη γάστρα.
-Άμα πεθάνεις θα πεθάνω να το ξέρεις.
-Κούφια η ώρα. Μη λες τέτοιες κουβέντες.
-Άμα πεθάνεις θα πεθάνω. Μ' ακούς;
Σ' ακούω. Ψεύτη.
Ούτε αυτά που μου 'ταξες παιδί δεν κράτησες.
.....................
Ξημέρωσε. Αθέατος βασιλικός μυρίζει
αλλά η μέρα δίβουλη γεμάτη έγνοιες.
Προτού με γονατίσει
καλωσορίζω εδώ το φως
ανοίγοντας χαραματιά στη μνήμη.
Που θα μου φέγγει κάποτε κι εμένα
αν αγαπήθηκα ποτέ.
και σβήνω δίπλα μου τη λάμπα.
....................
Αν είναι να μιλήσει κάποιος ας πει για την αγάπη.
.....................
Χλωρίδα μου πατρίδα μου
γέννημα θρέμμα σου βορά των ψυχανθών
βασιλικός πλατύφυλλης αποδημίας
σγουρό μελισσοβότανο της μνήμης
που το φυσώ κι έρχονται σμήνος οι σκιές
στη βουερή κυψέλη του κορμιού μου
κάνοντας το πικρό-γλυκό
τον κόσμο μέλι.
.
Πανίδα μου πατρίδα μου
αειθαλή αγρίμια
και φυλλοβόλα χρώματα της νύχτας
ισόβια παραμυθία μου σταθήκατε
με τ' άσπρο δόντι πεινασμένου λύκου
το κανελί της αλεπούς το γκρίζο της αρκούδας
κραυγές σκουξίματα και αίμα
με χιόνι φεγγαρόφωτου και πάχνη αστροφεγγιάς
ραντίζοντας το μακελειό της φύσης
κάνοντας τα μονά-ζυγά
δικοτυλήδονο τον κόσμο.
.
Γέννημα θρέμμα του κι εγώ
βορά της μνήμης άθυρμα της αγάπης
άλλοτε πάνοπλος από φωνές και βλέμματα
κι άλλοτε κάμπος θερισμένος
χωρίς τον ψίθυρο μιας καλαμιάς.
.
Και τι να πω για τη ζωή
τη ζω με ζώνει με πονάει
και τι να πω για την αγάπη
δεν τη σπούδασα την ξέρω από στήθους
κι αν απαγγέλλω έναν ίαμβο χλωρό
εκείνη τον ποτίζει νύχτα μέρα
κι αν της μιλώ ελληνικά
μόνον αυτά καταλαβαίνει
στη μουσική τους μοναχά χορεύει
με τον αυλό τη λύρα το κλαρίνο.
.
Πατρίδα μου ασπίδα μου
και δόρυ αιχμηρό στο στήθος
παίρνω το αίμα-αίμα μου και σε γυρεύω
στον κάτω κόσμο στον απάνω - άφαντη
στις πολιτείες στα χωριά σου - άχνα
και λέω δεν υπάρχεις σ' ονειρεύτηκα
κι αχειροποίητη σε χτίζω με το ράμφος μου.
.
Αλλά το φως με διαψεύδει πάλι
μια μέρα στις Μυκήνες την άλλη στην Κασσώπη
καταμεσήμερο αγγίζοντας τοπία συλημένα
και πρόσωπα αγνώριστα από την τύρβη των αιώνων
υφαίνοντας άλλες μορφές στο διάφανο αέρα
κι ο τόπος γράφεται ξανά
βουνό-βουνό και δέντρο-δέντρο
κι η θάλασσα φιλάει τη φτέρνα του
κι η μνήμη οχιά που με δαγκώνει
και λέω ναι -εδώ- στο φως θανάτωσέ με.
.
Γιατί το φως θα μας δικάσει
κι αλίμονο σ' όποιον φοράει ματογυάλια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου