23.10.10


Τη συνέντευξη πήρε ο Νίκος Τομαράς

Νέα Σμύρνη. Αρχές Οκτώβρη.  
Σε υπέργειο κήπο με ροδιές, υβίσκους, γιασεμιά, νυχτολούλουδα και τούγιες πίνουμε καφέ. Βραδιάζει. Τη συνάντηση αυτή τη σχεδίαζα καιρό. Χάνομαι για μια στιγμή κοιτάζοντας τον Υμηττό απέναντι, πόσο θα τον κτίσουν ακόμα τη ρωτάω, με κοιτάζει ήρεμα καπνίζοντας και συνέρχομαι.

Πώς γεννιέται το ποίημα;
Απρόσμενα. Μια στιγμή σκοτεινή ή φωτεινή, αδιάφορο, καρφώνεται σαν βέλος στο ηλιακό πλέγμα και εγγράφεται ανεξίτηλα. Η μεταγραφή της συνήθως καθυστερεί, χρειάζεται χρόνο για να ωριμάσει κι η ανάκλησή της φέρνει ωδίνες και τη λύτρωση.

Και το θέμα του ποιήματος πώς προκύπτει;
Συνειδητά ή όχι τα πάθη και οι εμμονές μας χαρτογραφούν τον ποιητικό μας τόπο.

Υπάρχουν συγκεκριμένα θέματα που σας απασχολούν;
Υπάρχουν σχέσεις και έννοιες που με αφορούν, εικόνες που με κυνηγούν, λέξεις, επιρρήματα και ρήματα συχνά που με οδηγούν, αλλά στην ποίηση, εγώ τουλάχιστον, δεν αποφασίζω εκ των προτέρων ότι απόψε, για παράδειγμα, θα γράψω ένα ερωτικό ποίημα. Κι έπειτα η καθημερινότητα είναι αμείλικτη, παρεμβάλλεται στη διάθεση όπως το φως στη ζωγραφική και μεταλλάσσει τον πυρήνα της γραφής.
Ποιους αναγνωρίζετε ως "δασκάλους" σας;
Τα πουλιά και το φως, τον έρωτα και τα σκοτάδια, το θαλασσινό αγέρι. Κι έπειτα η ποίηση δεν διδάσκεται. Είναι ιαματική, παρηγορητική, τη μοιράζεσαι κατά περίσταση και εμπνέει.
Ποιοι ποιητές λοιπόν σας έχουν εμπνεύσει;
Αρκετοί. Έλληνες κυρίως, γιατί την ποίηση τη βιώνεις πιο στέρεα στη γλώσσα σου, μερικοί ξένοι από το πρωτότυπο και κάποιοι μεταφρασμένοι. Ξεκίνησα με Καρυωτάκη, απογειώθηκα με Καβάφη και Εμπειρίκο, αγάπησα τον Καββαδία, τον Ελύτη και τον Γκάτσο. Κι ακόμα τους Χικμέτ, Νερούδα, Ρεμπώ, Λόρκα. 
Κάθε ποιητής είναι ένας κόσμος ολόκληρος, με δική του γλώσσα, ιστορία, πολιτισμό, σημειολογία και πάθη.
Στην Ελλάδα η ποίηση, για λόγους αδιευκρίνιστους, ανέκαθεν ευδοκιμούσε. Και σήμερα συνεχίζουν νέοι και παλιότεροι ποιητές να εκδίδουν συλλογές.




Όταν γράφετε σε ποιους απευθύνεστε;

Αυτό είναι ένα ζήτημα. Πολύ νέα γύρευα έναν παραλήπτη, φανταστικό, μυθικό ή και πραγματικό. Με τον καιρό η ανάγκη αυτή υποχώρησε και απλώθηκα. Κατά μια έννοια ελευθερώθηκα. Γράφω σε πρώτο, δεύτερο ή τρίτο πρόσωπο, αποδεχόμενη ότι η ποίηση είναι μια μοναχική ιστορία με αβέβαιη έκβαση και άγνωστους συνοδοιπόρους. Και αντλώ χαρά τη στιγμή που ολοκληρώνω το ποίημα, την ενότητα ή τη συλλογή. 
Πολυάριθμοι ποιητές εκδίδονται, τα βιβλία τους όμως, αν εξαιρέσουμε δυο τρεις μεγάλους, δεν συγκαταλέγονται στα ευπώλητα. Συχνά μάλιστα πωλούνται μόνο λίγες δεκάδες αντίτυπα. Πώς εξηγείται αυτή η αναντιστοιχία;
Εξηγείται με όρους αγοράς. Οι εκδότες είναι κατ' αρχήν απρόθυμοι να εκδώσουν νέους κυρίως ποιητές γνωρίζοντας το περιορισμένο αναγνωστικό κοινό. Οι εφημερίδες από την πλευρά τους δεν αφιερώνουν συνήθως ούτε μονόστηλο για μια ποιητική συλλογή.
Εξηγείται ωστόσο κι από τη χαμηλή στάθμη της παιδείας. Η προσέγγιση της γλώσσας στα σχολεία και της ποίησης ειδικότερα είναι αποκαρδιωτική. 
Πώς και πόσο επηρεάζεται η ποίηση από την πολιτική;
Πολλοί έχουν την άποψη ότι ο ποιητής ζει στον κόσμο του και του αναγνωρίζουν την πρόθεση να παρέμβει στα κοινά μόνον όταν υπηρετεί τη λεγόμενη στρατευμένη ποίηση.
Η αλήθεια είναι πολύ πιο πεζή. Ο ποιητής υφίσταται τα δεινά της εξουσίας όπως ο κάθε πολίτης και παλεύει με τους δαίμονές του όπως όλοι μας.
Προσωπικά με συγκινεί η ποίηση που επιχειρεί να εκφράσει το άρρητο, ακολουθεί υπέργειες ή υπόγειες διαδρομές και υπαινίσσεται χωρίς να διαδηλώνει. 
Πόσο μάταιη είναι η ποίηση σήμερα;

Αναφέρεστε προφανώς στην κρίση που ζούμε που είναι όμως κατ' αρχήν κρίση αξιών και δευτερευόντως οικονομική. Έχω δύο απαντήσεις.

Η πρώτη αφορά τους εν δυνάμει αναγνώστες. Πιστεύω πως τα πιο όμορφα στη ζωή είναι τα μάταια, όσα δεν αποτιμώνται σε χρήμα και περιφρονούν το χρόνο.
Η δεύτερη αφορά τους ομότεχνους και την έχει εκφράσει δυναμικά ο Καρυωτάκης:
"Τα πράγματα μας διώχνουνε κι η ποίηση είναι το καταφύγιο που φθονούμε."
Αυτό σημαίνει ίσως ότι συνεχίζετε να γράφετε;
Ναι κι όταν αυτό δεν συμβαίνει περιπλανιέμαι στο έργο αγαπημένων ποιητών αναζητώντας το νήμα και το νόημα της ζωής.
Την καληνύχτισα με τη μυρωδιά του νυχτολούλουδου να μου καίει τα ρουθούνια και ένα απροσδιόριστο αίσθημα ότι είχαν μείνει αναπάντητα ερωτήματα. Γυρνώντας σπίτι φύλαξα στο συρτάρι του γραφείου το μαγνητοφωνάκι και βάλθηκα να ξεφυλλίζω τις συλλογές της. Στάθηκα στο τελευταίο δίστιχο από το ποίημα "Γείωση" :  "Η ποίηση δεν δίνει απαντήσεις /  Η αυγή δεν θέλει παρακάλια". 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...