Κάποτε, ήταν ένα ξενοδοχείο-θρύλος∙ σήμερα στοιχειώνει την Αθήνα, στη γωνία Πατησίων και Αβέρωφ, όπως τόσα φασματικά κτίρια της αμνήμονος πρωτεύουσας. Τυλιγμένο, θαρρείς, σε γάζες, υποστηλωμένο με σκαλωσιές, φωλιά περιστεριών, μαρτυρία μιας απουσίας. Το παλιό Acropol-Palace, ελληνική εκδοχή του γαλλικού art-nouveau, τόπος αστικής ευδαιμονίας και πολιτικής μνήμης, αφού από τα μπαλκόνια του κινηματογραφήθηκε το 1973 η εξέγερση του Πολυτεχνείου, μεταμορφώνεται στους πίνακες της Χαράς Παρθένη σε εικόνα συμβολική. Είναι η εικόνα που κραυγάζει την εγκατάλειψη, την παραίτηση, την ακηδία∙ η εικόνα που αναδιπλώνεται στον εαυτό της και μετεωρίζεται στο χρόνο, ξεδιπλώνοντας τις ελλείψεις, τις υπερβολές και τις ασύμμετρες γραμμές της σαν υπόμνηση ενός άλλοτε που ήταν πιο πλούσιο, πιο αισιόδοξο και πιο υποσχετικό.
Όμως η Χαρά Παρθένη δεν επιδιώκει να αποτίσει φόρο τιμής στο Ακροπόλ, ούτε η προσέγγισή της διελαύνεται από νοσταλγία. Απλώς συμπυκνώνει τις σημασίες του, αισθητικές αλλά και εννοιακές , σε πίνακες που επικυρώνουν την δυνατότητα της ζωγραφικής να στοχάζεται. Με πλαίσιο δραματικούς ουρανούς σχεδόν υπερβατικής υποβλητικότητας, η ζωγράφος στήνει τους κτηριακούς όγκους, εμφαίνοντας στην λεπτομέρεια και στην εύθραυστη ισορροπία των λεπτοφυών αρχιτεκτονικών του στοιχείων, σαν να σχολιάζει την ουσία της φθοράς, της περατότητας, της αιώρησης στην αοριστία: το άδηλο μέλλον αυτού του ιστορικού (και διατηρητέου) κτηρίου, η καθήλωσή του στη μονιμότητα της επισφάλειας, μεταφέρουν στον θεατή ένα σχεδόν μεταφυσικό ρίγος.
Αλλά πλάι στον στοχασμό, υπάρχει και ο ρεμβασμός: το διάφανο αττικό λυκόφως, τα χρωματισμένα σύννεφα στη δύση, οι στιλπνές αντανακλάσεις στις επιφάνειες, και, στους αντίποδες, η θαμπή υποσκίαση των όγκων, μεταμορφώνουν το σύνολο και ανακαλούν τον δυναμισμό ενός ωστικού κύματος, που απελευθερώνει την κινητική εικόνα από την οικοδομική μάζα και την βαρύτητα των υλικών: κι έτσι το Ακροπόλ μοιάζει να ίπταται, να καλπάζει καβάλα στα κύματα του ονείρου, να αιθερολάμνει διασχίζοντας τον αττικό ουρανό, σαν ένα «υπερωκεάνιο που τραγουδά και πλέχει», με τα περιστέρια «στα σύρματα των καταρτιών, με την ηχώ των αναμνήσεων σαν κανοκιάλια»[1].
Κατερίνα Σχινά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου